- ὑμνῳδίας
- ὑμνῳδίᾱς , ὑμνῳδίαsinging of a hymnfem acc plὑμνῳδίᾱς , ὑμνῳδίαsinging of a hymnfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek
CAMPANAS baptizandi — in Ecclesia Romana ritus, memoratur Durantio, cum alt, Baptizantur campanae, Formula vero baptizandi sive benedicendi antiqua est. Et in libro Pontificali, edito ab Alberto Castellano, ubi sal exorcisatur, ad expellendum ex campana inimicum, et… … Hofmann J. Lexicon universale
SAD-HAZAR — inter fabulosa Arabum animalia, quod in extremis regionibus Graecorum reperiri et cornu habere divisum in septuaginta ramos concavos, unde quoties ducit spiritum, canoras audiri aves, atque ad harumii concentum omnia allici animalia, fabulantur.… … Hofmann J. Lexicon universale
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
σπιρίτουαλ — (spiritual). Θρησκευτικός ύμνος των μαύρων της Βόρειας Αμερικής, εμπνευσμένος από ευαγγελικά και βιβλικά θέματα και προσαρμοσμένος στα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Διαδόθηκε πολύ στα τέλη του 19ου αι. και συνδυάζει στοιχεία της χριστιανικής… … Dictionary of Greek
Συνέσιος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 305). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιανουαρίου, μαζί μ’ εκείνη του Θεόπομπου, που μαρτύρησε μαζί του. II Επίσκοπος της Κυρηναϊκής Πεντάπολης, που έζησε στο τέλος του … Dictionary of Greek
БАЛАСИС — [греч. Μπαλάσης от μπαλάσι красный драгоценный камень, рубин; искаженное Βαλάσιος, Παλάσιος] (2 я пол. XVII в.), свящ. и номофилакс Великой ц. Христа, греч. мелург. Патриарх Иерусалимский Досифей II, говоря «о мудрых греках от XVI века до… … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЙ КОНТОПЕТРИС — [греч. Γεώργιος Κοντοπετρῆς], доместик, визант. мелург. Самое раннее упоминание о нем содержится в Пападики 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458). Г. К. был учеником прп. Иоанна Кукузеля и, следов., жил не ранее 1 й пол. XIV в. (Στάθης.… … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЙ КРИТСКИЙ — [греч. Γεώργιος ὁ Κρής] (2 я пол. XVIII в., о в Крит дек. 1815, Ханья, о в Крит), греч. мелург и гимнограф. Ученик критского мелурга иером. Мелетия Синаита и протопсалта к польской Великой ц. Иакова. Г. К. преподавал церковное пение в К поле, на… … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЙ ПАНАРЕТ — [греч. Γεώργιος Πανάρετος], визант. мелург. Согласно Г. Пападопулосу, Г. П. сын и ученик мелурга Панарета Патзады Прасина. Впервые его имя встречается в Пападики 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458). В Пападики 1 й пол. XV в. (Philoth. 122) он назван … Православная энциклопедия